Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γῆ συνεργασθεῖσα

См. также в других словарях:

  • συνεργασθεῖσα — συνεργάζομαι work with aor part mp fem nom/voc sg συνεργάζομαι work with aor part mp fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργάζομαι — ΝΜΑ [εργάζομαι] εργάζομαι μαζί με άλλον ή με άλλους, συμπράττω (α. «συνεργάζομαι αρμονικά μαζί τους για την ολοκλήρωση τής μελέτης» β. «εἰ ξυμπονήσεις καὶ συνεργάσει σκόπει», Σοφ.) νεοελλ. 1. είμαι συνεργάτης, παρέχω την προσφορά μου σε περιοδικό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»